ὑψηλός

ὑψηλός
ὑψηλός (-οῖο, -όν; -ᾶς, -άν, -ᾶν, -αῖς; -όν acc.: superl. -οτάτων.)
1 lofty
a lit.

ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου O. 6.64

Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς Pae. 2.98

ὑψηλὰν πόλιν ἀμφινέμονται (Akragas) fr. 119. 2.
b met. ὅταν θεοῦ μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν pr. O. 2.22

ὑψηλοτάτων ἀέθλων O. 4.3

ὑψηλᾶν ἀρετᾶν O. 5.1

κλέος εὑρέσθαι ὑψηλὸν P. 3.111

τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν I. 5.45

ὑψηλαῖς πραπίδεσσι (of Kadmos) Δ. 2. 2. ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υψηλός — υψηλός, ή, ό και ψηλός, ή, ό και αψηλός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από άλλον με τον οποίο συγκρίνεται: Υψηλό ανάστημα. 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, ορεινός: Υψηλή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑψηλός — high masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

  • ὑψηλά — ὑψηλός high neut nom/voc/acc pl ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc/acc dual ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλότερον — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτάτων — ὑψηλός high fem gen superl pl ὑψηλός high masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέραις — ὑψηλός high fem dat comp pl ὑψηλοτέρᾱͅς , ὑψηλός high fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέρων — ὑψηλός high fem gen comp pl ὑψηλός high masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλοτέρως — ὑψηλός high adverbial comp ὑψηλός high masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλέστατον — ὑψηλός high masc acc superl sg ὑψηλός high neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλῶν — ὑψηλός high fem gen pl ὑψηλός high masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”